- υπερατλαντικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σχέση με το διάπλου του Ατλαντικού ωκεανού: Υπερατλαντικό δρομολόγιο.2. αυτός που βρίσκεται στην άλλη μεριά του Ατλαντικού ωκεανού, στην αμερικανική ήπειρο: Υπερατλαντικά κράτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.